- φενάκισμα
- φενᾱκ-ισμα, ατος, τό, = sq., Hsch.A s.v. πηληκίσματα:
τὰ περὶ τοῦ ἀγαθοῦ φ. Socr.Ep.36
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ περὶ τοῦ ἀγαθοῦ φ. Socr.Ep.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φενάκισμα — το, ΝΜΑ [φενακίζω] φενακισμός … Dictionary of Greek
φενάκισμα — το, ατος βλ. φενακισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φενακισμάτων — φενάκισμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακίσματα — φενάκισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκισμα — τὸ, Α [πηνηκίζω] (κατά τον Ησύχ.) το φενάκισμα, η απάτη … Dictionary of Greek
φέναγμα — άγματος, τὸ, Α (κατά τον Φώτ.) φενάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φενάσσω] … Dictionary of Greek
φενακισμός — φενακισμός, ο και φενάκισμα, το, ατος και φενάκιση, η απάτη, εξαπάτηση: Δικάστηκε για τους φενακισμούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)